DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34563 entries)
defence-related product προϊόν συνδεόμενο με τον τομέα της άμυνας
defend υπερασπίζομαι
defender υπέρμαχος
Defense Advanced Research Projects Agency Οργανισμός για την προωθημένη έρευνα επί σχεδίων που αφορούν την άμυνα
Defense Advanced Research Projects Agency Υπηρεσία Προηγμένων Ερευνητικών Προγραμμάτων Άμυνας
Defense Advanced Research Projects Agency Υπηρεσία Προωθημένων Προγραμμάτων Αμύνης
defensive brief σημείωμα με υπεράσπιση θέσεων' σημείωμα με επιχειρήματα υπέρ
Defensive Command and Control Warfare Αμυντικές Επιχειρήσεις Προστασίας του Συστήματος Διοικήσεως και Ελέγχου
defensive strategic nuclear weapon system αμυντικά συστήματα στρατηγικών πυρηνικών όπλων
defensive strategic nuclear-weapon system αμυντικά συστήματα στατηγικών πυρηνικών όπλων
defensive weapon αμυντικό όπλο
deferment of advancement to a higher step προσωρινή αναστολή της προαγωγής κατά κλιμάκιο
deferral μεταφορά
deferred acquisition costs μεταφερόμενα έξοδα πρόσκτησης
Deferred entry/ deferred exit Καθυστερημένη είσοδος/καθυστερημένη έξοδος
Deferred income Προεισπραττόμενο εισόδημα (εισόδημα που έχει εισπραχθεί αλλά αφορά μελλοντική χρήση)
deficiency and abnormal occurrence records αρχεία καταχωρήσεως στοιχείων που αφορούν ελαττωματικότητα ή ανώμαλα συμβάντα
deficit υστέρηση
deficit reactivity αρνητική αντιδραστικότης
Define Ορίζω